σπαρνώ

σπαρνώ
Ν
1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου»)
2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”